- ἀπροσώπου
- ἀπρόσωποςwithout a facemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… … Dictionary of Greek
δέον — το (AM δέον) το δέον, τα δέοντα το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που πρέπει να γίνει («υπέρ το δέον», «πέραν του δέοντος» υπερβολικά) νεοελλ. στον πληθ. τα δέοντα τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη μητέρα σου») αρχ. φρ. α) «ἐν δέοντι» στον… … Dictionary of Greek
προσηκόντως — ΝΜΑ επίρρ. όπως πρέπει, όπως ταιριάζει («προσηκόντως τῇ πόλει», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσῆκον, μτχ. τού απρόσωπου προσήκει] … Dictionary of Greek
Φλομπέρ, Γκιστάβ — (Flaubert, Ρουάν 1821 – Κρουασέ, Ρουάν 1880). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε νεότατος να γράφει, επειδή τον ωθούσε μια πρόωρη αγάπη για το θέατρο, για το οποίο άφησε μερικά ημιτελή ή μέτριας αξίας έργα, αν εξαιρέσουμε τον Υποψήφιο (που ανεβάστηκε το… … Dictionary of Greek